- εκλοχίζω
- ἐκλοχίζω (Α)εκλέγω, ξεχωρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλοχίζων — ἐκλοχίζω pick out of a cohort pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek